κατατρυπώ

κατατρυπώ
(AM κατατρυπῶ, -άω)
(επιτ. τ. τού τρυπώ) (μτβ.) τρυπώ πολύ, διατρυπώ
νεοελλ.
(αμτβ.) γεμίζω τρύπες, κατατρυπιέμαι («το φόρεμά της κατατρύπησε»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατατρυπώ — και κατατρυπάω κατατρύπησα, κατατρυπήθηκα, κατατρυπημένος, ανοίγω πολλές τρύπες: Με κατατρύπησες με τις ενέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακεντώ — κατακεντῶ, έω (AM) μσν. 1. κατατρυπώ 2. παθ. κατακεντοῡμαι, έομαι υποφέρω αρχ. 1. διατρυπώ 2. κατατοξεύω* 3. ερεθίζω, ενοχλώ 4. παθ. πλήττομαι με μαχαίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεντῶ «νύσσω, κεντρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κατατετραίνω — και κατατιτραίνω (Α) διατρυπώ, κατατρυπώ («κατέτρησα τὴν σάρκα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τετραίνω «τρυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • κατατραυματίζω — (Α κατατραυματίζω και ιων. τ. κατατρωματίζω) (επιτ. τ. τού τραυματίζω) προξενώ σε κάποιον πολλά ή φοβερά τραύματα, γεμίζω πληγές, καταπληγώνω κάποιον αρχ. 1. (σχετικά με πολεμικά πλοία) προκαλώ καίριες βλάβες, κατατρυπώ, επομ. θέτω εκτός μάχης 2 …   Dictionary of Greek

  • προκαταδορατίζω — Μ κατατρυπώ με δόρυ εκ τών προτέρων, φονεύω κάποιον εκ τών προτέρων με δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατά + δορατίζω «ρίχνω το δόρυ»] …   Dictionary of Greek

  • προκατανύσσω — και αττ. τ. προκατανύττω Α κατατρυπώ με τη λόγχη εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατανύσσω «τρυπώ, διατρυπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”